ἀμεταμέλητος

ἀμεταμέλητος
ἀμεταμέλητος, ον
pass. not to be regretted, without regret (μεταμέλομαι ‘feel regret’; Pla., Tim. 59d; Polyb. 21, 11, 11; 23, 16, 11; Diod S 10, 15, 3; Dionys. Hal. 11, 13; Plut., Mor. 137b) μετάνοια ἀ. a repentance not to be regretted 2 Cor 7:10; πολιτεία ἀ. 1 Cl 54:4. ἔσται ἀμεταμέλητα ὑμῖν you will have nothing to regret 58:2. Hence also irrevocable, of someth. one does not take back (ὀργὴ ἀ.: PLond 1912, col. 4, 78 [41 A.D.]; so in Byzantine wills Mitt-Wilck. II/2, 319, 4 [VI A.D.]; OEger, ZNW 18, 1918, 91, 1; CSpicq, RB 67, ’60, 210–19). χαρίσματα, κλῆσις τ. θεοῦ Ro 11:29.
act., feeling no remorse, having no regret (Aristot., EN 7, 7, 1150a 22; 9, 4, 1166a 29) 1 Cl 2:7.—DELG s.v. μέλω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμεταμέλητος — not to be repented of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεταμέλητος — η, ο (Α ἀμεταμέλητος, ον) [μεταμέλομαι] (για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς 2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το… …   Dictionary of Greek

  • αμεταμέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταμελείται ή δε μεταμελήθηκε, αμετανόητος: Για όλες του αυτές πς ενέργειες είναι αμεταμέλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταμελήτως — ἀμεταμέλητος not to be repented of adverbial ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμέλητον — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc sg ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμελήτου — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμελήτους — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμελήτῳ — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμέλητα — ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμέλητοι — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετανόητος — η, ο (AM αμετανόητος, ον) αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετανοῶ. ΠΑΡ. ἀμετανοησία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”